Από τον ΣΥΡΙΖΑ ξεκίνησαν οι εργαζόμενοι του «Επενδυτή» τον κύκλο των
επαφών με τις κοινοβουλευτικές ομάδες όλων των κομμάτων, πλην της Χρυσής
Αυγής, προκειμένου να ενημερώσουν για το «success story» της εφημερίδας
το οποίο αποτυπώνει με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο τη γενικότερη
κατάσταση της μισθωτής εργασίας στην Ελλάδα. Αντιπροσωπεία των
εργαζομένων συναντήθηκε την Τετάρτη, με τον Γραμματέα της Κ.Ο. του
ΣΥΡΙΖΑ, Νίκο Βούτση και του εξέθεσε την κατάσταση ομηρίας στην οποία
έχουν περιέλθει εδώ και τρεις μήνες περίπου 70 εργαζόμενοι -
δημοσιογράφοι και τεχνικοί - του μιντιακού ομίλου των Αλέξη Σκαναβή και
Δημήτρη Μπενέκου, που εκδίδει επίσης τον «Ελεύθερο Τύπο». Τις προσεχείς
μέρες προγραμματίζονται συναντήσεις με βουλευτές και των άλλων κομμάτων
στα οποία έχει ήδη αποσταλεί το παρακάτω κείμενο με το οποίο
διατυπώνονται πλήθος ερωτήματα για τα χαρακτηριστικά του «επιχειρείν»
στο χώρο του Τύπου, ερωτήματα που χρήζουν κοινοβουλευτικού ελέγχου και
απαντήσεων από κυβερνητικούς και κρατικούς παράγοντες.
ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΒΟΥΛΕΥΤΕΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΕΣ ΟΜΑΔΕΣ ΤΩΝ ΚΟΜΜΑΤΩΝ:
Ν.Δ., ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ, ΑΝΕΛ, ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΑΡΙΣΤΕΡΑ, ΚΚΕ, ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΙ
Κύριοι βουλευτές,
Εδώ και τρεις μήνες περίπου 70 εργαζόμενοι – δημοσιογράφοι και
τεχνικοί- της εφημερίδας «Επενδυτής» βρίσκονται σε ιδιότυπη κατάσταση
ομηρίας. Οι ιδιοκτήτες της εταιρείας DBAS Αλέξης Σκαναβής και Δημήτρης
Μπενέκος, οι οποίοι είναι και ιδιοκτήτες των εταιρειών Ελεύθερος Τύπος
ΑΕ και SABD που εκδίδουν τις εφημερίδες «Ελεύθερος Τύπος» και «Τύπος της
Κυριακής», αφού μας αποκάλυψαν ότι έχουν έλθει ρήξη και ότι έχουν
δρομολογήσει εταιρικό διαζύγιο, κήρυξαν «παύση πληρωμών» έναντι των
εργαζομένων. Όλοι οι εργαζόμενοι είμαστε απλήρωτοι τουλάχιστον από τον
περασμένο Αύγουστο, ενώ δεν έχουμε πάρει ούτε καν το επίδομα θερινής
άδειας και το δώρο Χριστουγέννων, πράγμα που αποτελεί και ποινικό
αδίκημα. Όπως ήταν αναπόφευκτο, στις αρχές Δεκεμβρίου αντιδράσαμε με
απεργία που κήρυξαν οι συνδικαλιστικές μας ενώσεις, ενώ από τις 2
Ιανουαρίου του 2014 βρισκόμαστε σε επίσχεση εργασίας.
Μέχρι εδώ δεν υπάρχει τίποτα πρωτότυπο, αφού γνωρίζουμε ότι η απλήρωτη
εργασία και η εργοδοτική αυθαιρεσία έχει γίνει, δυστυχώς, η νέα
«κανονικότητα» για μεγάλο μέρος των εργαζομένων και της πραγματικής
οικονομίας, ιδιαίτερα στον κλάδο των ΜΜΕ. Η «πρωτοτυπία» της δικής μας
υπόθεσης αρχίζει από το γεγονός ότι, παρά τις πρωτοφανείς υποχωρήσεις
μας έναντι των ιδιοκτητών της εταιρείας, αυτοί επέλεξαν, καθένας για
τους δικούς του λόγους, να κλείσει η εφημερίδα, και μάλιστα σε μια φάση
που η κυκλοφορία της επ’ ουδενί έδινε τέτοιο πρόσχημα (15.000 φύλλα).
Προκάλεσαν, μάλιστα, και διοικητικό αδιέξοδο στην DBAS, παραιτούμενοι
από το διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας, η οποία σήμερα εμφανίζεται
ακέφαλη. Δεν συμβαίνει το ίδιο, όμως, και στις άλλες δύο εταιρείες στις
οποίες οι δύο εν διαστάσει εταίροι μετέχουν με τα ίδια ποσοστά (50-50)
και με τις ίδιες διοικήσεις, και οι οποίες συνεχίζουν απρόσκοπτα την
έκδοση του «Ελεύθερου Τύπου».
Οφείλουμε να σας ενημερώσουμε ότι έχουμε ήδη προσφύγει σε ασφαλιστικά
μέτρα για την καταβολή των δεδουλευμένων μας, έχουμε αποσπάσει δύο
προσωρινές διαταγές που απαγορεύουν α) κάθε μεταβολή της νομικής και
πραγματικής κατάστασης της εταιρείας DBAS και β) κάθε μεταβιβαστική
πράξη επί του τίτλου της εφημερίδας «Επενδυτής», έχουμε προβεί σε
καταγγελίες στην Επιθεώρηση Εργασίας και σε μηνυτήριες αναφορές για την
ποινική δίωξη των νομίμων εκπροσώπων της εταιρείας, ενώ θα προχωρήσουμε
σε περαιτέρω νομικές ενέργειες κατά παντός εμπλεκόμενου στην κατάσταση
εργασιακής μας ομηρίας. Παράλληλα, έχουμε εξαντλήσει κάθε περιθώριο
διαπραγμάτευσης με τους ιδιοκτήτες της εταιρείας, προτείνοντας
σημαντικές μειώσεις μισθών, δικαιωμάτων αποζημίωσης κ.α. Πλην όμως, οι
προσπάθειές μας προσέκρουσαν στην παρελκυστική τακτική των εν διαστάσει
ιδιοκτητών της εταιρείας οι οποίοι, σημειωτέον, όχι μόνο «δεν μιλιούνται
μεταξύ τους», αλλά εκτοξεύουν κατηγορίες εναντίον αλλήλων για το
«ναυάγιο» του Επενδυτή. Ο ένας (Αλ. Σκαναβής) απαιτεί ούτε λίγο ούτε
πολύ να χρηματοδοτήσουμε πλήρως εμείς την επανέκδοση της εφημερίδας με
το «δόγμα 50%» (50% κούρεμα μισθών, 50% κούρεμα δεδουλευμένων, 50%
κούρεμα εργαζομένων, 50% κούρεμα αποζημιώσεων, με καταβολές σε… βάθος
χρόνου). Ο έτερος (Δ. Μπενέκος) δι’ επιστολών προειδοποιεί ότι δεν
προτίθεται να νομιμοποιήσει ούτε καν μια λύση αυτοακρωτηριασμού μας όπως
η παραπάνω, ενώ αντιπροτείνει τη «μακροχρόνια μίσθωση του τίτλου της
εφημερίδας Επενδυτής στους εργαζόμενους έναντι μικρού μηνιαίου
τιμήματος». Εκεί που μας χρωστάγανε, ζητάνε και το βόδι…
Κύριοι βουλευτές,
Θα αναρωτιέστε ήδη αν η μια ιστορία σαν την παραπάνω αξίζει να γίνει
αντικείμενο κοινοβουλευτικού ελέγχου. Αν αξίζει τον κόπο να καταναλώσετε
χρόνο για μια ιστορία που επαναλαμβάνεται σε εκατοντάδες εκδοχές σε όλη
τη χώρα. Ωστόσο, τα μείζονα ζητήματα που απασχολούν την εθνική
αντιπροσωπεία στις συνθήκες της πρωτοφανούς κρίσης συντίθεται από
εκατοντάδες ελάσσονα. Επομένως, κι αυτά έχουν τη θέση τους στο
κοινοβουλευτικό έργο. Πολύ περισσότερο που ο χώρος των ΜΜΕ έχει
κατακλυσθεί από επιχειρήσεις –ζόμπι οι οποίες, αφού δέχθηκαν πακτωλούς
τραπεζικών και άμεσων ή έμμεσων κρατικών ενισχύσεων, χαριστικών
ρυθμίσεων και άλλων προνομίων, οδηγήθηκαν από τους ιδιοκτήτες τους σε
κατάσταση τυπικής ή ουσιαστικής χρεοκοπίας, αφήνοντας εκατοντάδες
εργαζόμενους ανέργους και απλήρωτους, με την κυβέρνηση και το κράτος σε
ρόλο απαθούς, ίσως και βολεμένου, παρατηρητή.
Η περίπτωση του «Επενδυτή» συμπυκνώνει πολλά από τα κεντρικά
χαρακτηριστικά του «επιχειρείν» στο χώρο του Τύπου τα οποία είναι ή θα
έπρεπε να είναι αντικείμενο κοινοβουλευτικού ελέγχου:
-Οι ιδιοκτήτες του αυτοπροβάλλονται σαν συνομιλητές του πρωθυπουργού και του περιβάλλοντός του.
-Διέθεταν πρόσβαση σε ιδιαίτερα υψηλό τραπεζικό δανεισμό, δυσανάλογο
προς τον τζίρο και τις διαθέσιμες εξασφαλίσεις, και ταυτόχρονα σε ευθεία
αναλογία με τη συσσώρευση μακροπρόθεσμων υποχρεώσεων, αλλά και
βραχυπρόθεσμων υποχρεώσεων προς το Δημόσιο.
-Έχουν χρησιμοποιήσει όλα τα «κλασικά» χρηματοδοτικά και λογιστικά
«τρικ» στις εταιρείες του εκδοτικού τους ομίλου: υψηλές και μη
υποστηριζόμενες από τους αντίστοιχους τζίρους βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις
προς το Δημόσιο, εταιρείες -συγκοινωνούντα δοχεία με «περίεργες» μεταξύ
τους συναλλαγές κ.λπ.
-Στην περίπτωση δε της εταιρείας στην οποία ανήκει ο «Επενδυτής»
(DBAS), αυτή αφού υποχρεώθηκε να συνδράμει την έτερη εταιρεία του
ομίλου με δάνειο ύψους 1,9 εκατ. ευρώ, ενώ από τα τέλη του 2013
εμφανίζεται να αδυνατεί να συνεχίσει την έκδοση της εφημερίδας.
Στην περίπτωση του «Επενδυτή», λοιπόν, που μόλις προ δύο ετών διασώθηκε
από το σκάσιμο της «φούσκας Γιαννίκου», υπάρχουν πολλά ερωτήματα που
χρήζουν κοινοβουλευτικού ελέγχου και απαντήσεων από κυβερνητικούς και
κρατικούς παράγοντες. Όπως τα εξής:
- Πώς αντιμετωπίζει ο υπουργός Εργασίας το φαινόμενο των επί 6-9
μήνες απλήρωτων εργαζομένων, την κατάσταση ομηρίας τους στο «καθαρτήριο»
(ούτε εργαζόμενοι, ούτε απολυμένοι), το «φέσωμα» των ασφαλιστικών τους
ταμείων, την ασυλία των εργοδοτών τους πίσω από το «ανεύθυνο των
μετόχων»;
- Πώς τοποθετείται η κυβέρνηση και ο αρμόδιος υφυπουργός απέναντι
στο φαινόμενο οι ίδιοι ιδιοκτήτες ενός μέσου όπως ο «Επενδυτής» να τον
οδηγούν σε ναυάγιο εν ονόματι του επιχειρηματικού τους διαζυγίου, αλλά
την ίδια στιγμή να συνεχίζουν απρόσκοπτα την έκδοση του «Ελεύθερου
Τύπου» και του «Τύπου της Κυριακής», παρ’ ότι τα βάρη των εταιρειών στις
οποίες υπάγονται είναι πολλαπλάσια;
- Πώς τοποθετούνται το ΤΧΣ, η διοίκηση της ΤτΕ και το υπουργείο
Οικονομίας απέναντι στο φαινόμενο επιχειρήσεις ΜΜΕ που έχουν
δανειοδοτηθεί αφειδώς από τις ανακεφαλαιοποιημένες με δημόσιο χρήμα
τράπεζες να οδηγούνται σε κατάσταση οιονεί χρεοκοπίας, με κίνδυνο να
«σκάσουν» τα δάνεια που έχουν χορηγηθεί, όπως στην περίπτωση του
«Επενδυτή»;
- Πώς αντιμετωπίζει το υπουργείο Οικονομίας το φαινόμενο
επιχειρήσεις δημοσίου ενδιαφέροντος – και, κατά τη γνώμη μας, σ’ αυτές
εντάσσονται και οι κρατικά χρηματοδοτούμενες τράπεζες- να έχουν
προκαταβάλει δαπάνες διαφημιστικής προβολής σε ένα ΜΜΕ το οποίο οι
ιδιοκτήτες του έχουν οδηγήσει σε επ’ αόριστον αναστολή κυκλοφορίας;
- Πώς τοποθετείται το υπουργείο Ανταγωνιστικότητας απέναντι στο
«κρυφτούλι» των εταίρων ενός μιντιακού ομίλου πίσω από την «ελευθερία
των ΑΕ», που τους δίνει τη δυνατότητα να κρύβουν χρέη της μιας τους
εταιρείας στην άλλη, μέσω ομολογιακών δανείων, αδιαφανών συναλλαγών και
συνεχών αλλαγών στα εταιρικά οχήματα;
- Πώς τοποθετείται το υπουργείο Δικαιοσύνης απέναντι στο φαινόμενο
των αργόσυρτων δικαστικών διαδικασιών που καθιστούν σχεδόν μάταιες
δίκαιες και αυτονόητες διεκδικήσεις των εργαζομένων, αφού μια προσφυγή
τους στα δικαστήρια σήμερα δεν πρόκειται να τελεσιδικήσει πριν 3-5
χρόνια, αφήνοντας ουσιαστικά στο απυρόβλητο τους εργοδότες και τις
παρανομίες τους;
Κύριοι βουλευτές,
Αυτά και άλλα πολλά θα μπορούσαν να γίνουν αντικείμενο κοινοβουλευτικού
ελέγχου, ίσως όχι για τους ίδιους τους εργαζόμενους του «Επενδυτή»,
αλλά με αφορμή αυτούς. Δεν πρόκειται να πάρουμε «σβάρνα» τις
κοινοβουλευτικές ομάδες για να προκαλέσουμε κάποια «πλειοδοσία»
ερωτήσεων από όσους θελήσουν να μας «υιοθετήσουν». Είμαστε στη διάθεση
οποιασδήποτε κοινοβουλευτικής ομάδας ή μεμονωμένου βουλευτή πιστεύει ότι
σ’ αυτή τη μικρή ιστορία ενημερωτικής παρακμής υπάρχουν πράγματα που
αξίζει να μάθουν οι Έλληνες πολίτες δια του κοινοβουλίου. Σε τελική
ανάλυση δικαιούνται να γνωρίζουν ποιοι και υπό ποιες συνθήκες τους
ενημερώνουν, ποιοι ευθύνονται για το μεγαλοπρεπές σκάσιμο της μιντιακής
φούσκας που κινδυνεύει να μετατραπεί σε επικίνδυνο ενημερωτικό μονοπώλιο
και τρομακτικό έλλειμμα δημοκρατίας.
Οι εργαζόμενοι της εφημερίδας «Επενδυτής»