Δευτέρα 12 Ιανουαρίου 2009

ΙΣΡΑΗΛ - ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΙΑΚΑ ΕΔΑΦΗ: Μικρές διαδρομές.... μεγάλες αποστάσεις

Λάβαμε και αναδημοσιεύουμε το ακόλουθο κείμενο του πολεμικού ανταποκριτή Πάνου Χαρίτου (www.panosharitos.com)

ΙΣΡΑΗΛ - ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΙΑΚΑ ΕΔΑΦΗ
Μικρές διαδρομές.... μεγάλες αποστάσεις... 12/1/2009
Είχαν περάσει τρεις ημέρες από την έναρξη των χερσαίων επιχειρήσεων στη λωρίδα της Γάζας. Οι δημοσιογράφοι, μακριά από τις μάχες, έστεκαν απέναντι από τους καπνούς και τις γειτονιές του πολέμου. Ένας πόλεμος διαφορετικός, ο πόλεμος ετούτος. Οι δυο δυνάμεις άνισες και το "υπερθέαμα" του πολέμου μονόπλευρο. Δοσμένο από απόσταση ασφαλείας. Μέσα από τηλεφακούς στριμωγμένους στους λίγους λόφους της ερήμου τριγύρω από Μπέιτ Χανούν που εξακολουθούσε να αντιστέκεται στην πλέον εξελιγμένη πολεμική μηχανή.


Στα σημεία των ζωντανών τηλεοπτικών συνδέσεων οι ξένοι ανταποκριτές φόρεσαν τα αλεξίσφαιρα και περιέγραψαν το άγριο πρόσωπο του πολέμου. Κάποιοι, φόρεσαν και κράνη. Είναι επικίνδυνη η συναναστροφή με τον πόλεμο. Είναι δύσκολη η ζωή στην πρώτη γραμμή.
Μόνο που η πρώτη γραμμή έστεκε πολλές γραμμές μακριά από εδώ και στην πραγματικότητα μόλις τρεις ρουκέτες κασάμ έπεσαν κοντά στα δημοσιογραφικά "χαρακώματα".
Οι ζωντανές συνδέσεις τελείωσαν. Οι δημοσιογράφοι έβγαλαν κράνη και αλεξίσφαιρα, τα εναπόθεσαν δίπλα στο τρίποδο της κάμερας κι έφυγαν για τα δυο ξενοδοχεία του ʼσκελον. Θα τα χρησιμοποιούσαν πάλι την επομένη. Την ίδια ακριβώς ώρα, με την ίδια διάρκεια προστασίας.
Στον ουρανό πάνω από τα σύνορα τα ελικόπτερα έμπαιναν στον εναέριο χώρο της Γάζας, ξεφόρτωναν τα πυρομαχικά τους κι έτρεχαν ξανά στις βάσεις τους για να πάρουν κι άλλα.
Οι απαγορεύσεις των ισραηλινών έναντι των δημοσιογράφων είχαν πάρει τη μορφή επιδημίας. Ένα διαρκές κυνηγητό σε δρόμους, παράδρομους και μονοπάτια που με δυσκολία περιδιάβαιναν ακόμα και τα εκτός δρόμου οχήματα των δημοσιογραφικών αποστολών.
Στην αντίπερα όχθη τα πράγματα ήταν λίγο πιο ξεκάθαρα. Οι περίπου τριάντα εργαζόμενοι για ξένα μέσα ενημέρωσης - όλοι τους παλαιστίνιοι - στη Γάζα, πάλευαν με το χρόνο, την κούραση και τις βόμβες.
Τα τηλέφωνα νεκρά, η επαφή με τον έξω κόσμο περιοριζόταν στις βόμβες που έπεφταν από τον ουρανό.
Μετά από τρεις ημέρες επιχειρήσεων των χερσαίων δυνάμεων, τα πράγματα είχαν διαφοροποιηθεί. Οι βομβαρδισμοί της προηγούμενης εβδομάδας είχαν αποκόψει τις επικοινωνίες ωστόσο για όποιον ήθελε να πάρει το ρίσκο οι βομβαρδιζόμενοι δρόμοι παρέμεναν ανοιχτοί και δυσδιάκριτοι.
Πλέον οι ειδικές δυνάμεις του Ισραήλ είχαν αποκόψει την πρόσβαση στις επίμαχες περιοχές. Ακόμα και τα ασθενοφόρα περίμεναν με τις ώρες για να περάσουν από την μια περιοχή στην άλλη και σε αρκετές περιπτώσεις δέχονταν τα πυρά από την πλευρά των επιτιθέμενων με τη δικαιολογία ότι μετέφεραν ένοπλους των ισλαμικών οργανώσεων.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες ο Χάτεμ, ένας φωτογράφος που δουλεύει για μεγάλο ειδησεογραφικό πρακτορείο στη Γάζα αναζητούσε μια επαφή, ένα σημάδι, μια ένδειξη ζωής από τους δικούς του ανθρώπους. Όλοι τους, κάτοικοι του προσφυγικού καταυλισμού Μπέιτ Λάχια στο βόρειο τμήμα της Λωρίδας της Γάζας.
Όμως οι καπνοί και οι λάμψεις των εκρήξεων δεν άφηναν περιθώρια για κανένα σημάδι ενώ οι ρυθμοί με τους οποίους οι επιχειρήσεις διεξάγονταν από το Ισραήλ, καθώς και το μέγεθος των όπλων που χρησιμοποιούσαν δεν δημιουργούσαν αισιοδοξία για ζωντανούς στην πόλη.
Τις τελευταίες δέκα ημέρες οι αποστάσεις που διένυε περιορίζονταν μεταξύ του γραφείου του νοσοκομείου και των εκείνων των σημείων της πόλης που χτυπήθηκαν.
Οι διαδρομές αν και μικρές, έπαιρναν ώρες. Ο χρόνος στον πόλεμο περνά σε άλλη διάσταση. Οι αποστάσεις μεγαλώνουν. Όμως αυτό δεν γίνεται κατανοητό από όλους.
Το γραφείο της Ιερουσαλήμ πίεζε για τις φωτογραφίες το συντομότερο δυνατό. Ο Χάτεμ, ο ʼντελ και τα άλλα παιδιά του γραφείου της Γάζας, δούλευαν ασταμάτητα τις τελευταίες 240 ώρες. Κοιμόντουσαν τέσσερις ώρες το 24ωρο κι αυτό υπό τους ήχους των εκρήξεων. Το 14όροφο κτίριο που στεγαζόταν το γραφείο ταλαντευόταν ανάλογα με τη δύναμη που απελευθέρωναν οι βόμβες στην επαφή τους με το έδαφος.
Έβγαιναν, τράβαγαν, επέστρεφαν, έστελναν τις φωτογραφίες και πάλι από την αρχή.
Η πίεση της δουλειάς, οι συνθήκες στους δρόμους, ο αγώνας για την επιβίωση αλλά και την ενημέρωση δεν άφηναν περιθώριο για καθαρές σκέψεις. Μέχρι που πέρασαν οι δέκα μέρες των βομβαρδισμών και οι τρεις της εισβολής των χερσαίων δυνάμεων.

Εκείνο το πρωί οι σφαίρες κόπασαν κι ο ύπνος δεν τον έπαιρνε. Στο γραφείο έντεκα άτομα αραδιασμένα σε καναπέδες, στρώματα, υπνόσακους κι ότι άλλο μπορούσε να μαλακώσει το πάτωμα χρησιμοποιούνταν για το λίγο χρόνο της ανάπαυλας.
Ο Χάτεμ δίχως δεύτερη σκέψη, κατέβηκε τους δώδεκα ορόφους που τον χώριζαν από το αυτοκίνητο. Με γρήγορες κινήσεις άνοιξε την πόρτα, έβαλε μπρος τη μηχανή κι οδήγησε όσο πιο γρήγορα είχε οδηγήσει ποτέ, για τη γειτονιά του. Τη Μπέιτ Λάχια.
Οι δρόμοι αγνώριστοι. Ακόμα και το τζίπ χανόταν στις λακκούβες που άφησαν στο πέρασμά τους οι βόμβες των αεροσκαφών.
Έφτασε στην είσοδο του καταυλισμού και πάρκαρε το αυτοκίνητο σε μια γωνιά από χαλάσματα.
Τσέκαρε την περιοχή για δυνάμεις των ισραηλινών και ελεύθερους σκοπευτές κι αφού του φάνηκε καθαρή έτρεξε προς το σπίτι του. Ένα σημείωμα που είχαν αφήσει οι δικοί του πριν το εγκαταλείψουν όπως – όπως, τον πληροφορούσε ότι βρίσκονταν στο σπίτι κάποιων συγγενών στην πόλη της Γάζας.
Ο Χάτεμ μάζεψε στα πεταχτά δυο - τρεις αλλαξιές ρούχα κι με ένα αίσθημα ανακούφισης βγήκε από το σπίτι.
Δίχως να το επιδιώξει η ματιά του καρφώθηκε στο απέναντι σπίτι από το δικό του. Το σπίτι του Σάμι. Ο Χάτεμ και ο Σάμι ήταν παιδικοί φίλοι. Τελείωσαν το ίδιο σχολείο. Μοιράστηκαν τους ίδιους βόλους. Γνώρισαν το κόσμο στα μικρά ταξίδια της Γάζας κι έκαναν σχέδια από εκείνα που μόνο οι έφηβοι γνωρίζουν να καταστρώνουν για το μέλλον.
Είδε ότι το σπίτι του Σάμι δεν έστεκε. Πλησίασε κοντύτερα κι είδε ένα χέρι να προεξέχει από τα χαλάσματα. Κοίταξε για άλλη μια φορά τριγύρω κι αφού σιγουρεύτηκε ότι δεν υπήρχαν στρατιώτες, έσπευσε στα χαλάσματα.
ʼρχισε να σηκώνει και να απομακρύνει μικρές και μεγάλες πέτρες. Τις πετούσε και συνέχιζε να βγάζει κι άλλες. Ήθελε να δει το πρόσωπο για να σιγουρευτεί ότι ο Σάμι δεν ήταν εκεί. Ο ήλιος είχε βγει για τα καλά και οι πρώτες καυτές αχτίδες έσπαγαν την ομίχλη που αφήνει πίσω της η νύχτα της ερήμου.
Μια από αυτές φώτισε το πρόσωπο του Σάμι. Ματωμένο, παραμορφωμένο από το βάρος των τσιμέντων, των τούβλων κι ότι άλλο τον είχε καταπλακώσει. Ο Χάτεμ τραβήχτηκε για μια στιγμή. Σαστισμένος κι αμήχανος έμεινε εκεί για κάποια δευτερόλεπτα να χαζεύει το άψυχο κορμί του φίλου του. Ξάφνου όρμησε και πάλι στα χαλάσματα κι άρχισε να πετά τα μπάζα με μανία και δύναμη μακριά από το φίλο του. ʼρχισε να του μιλά. Να του λεει να μην ανησυχεί και πως όλα θα πάνε καλά. Ζητούσε μόνο μερικά δευτερόλεπτα ακόμα για να τον βγάλει από εκεί. Τα χέρια του είχαν ματώσει, κομμάτια από τα νύχια του είχαν σπάσει, όμως απτόητος εκείνος συνέχιζε το μακάβριο έργο της εκταφής του κολλητού του φίλου, από τα χαλάσματα.
Όταν τελικά το κατάφερε, τον μετέφερε στο σπίτι του κι άρχισε να τον καθαρίζει από τα ξεραμένα αίματα. Είχε τόσο αφαιρεθεί από την πραγματικότητα που δεν καταλάβαινε ότι το αίμα που εξακολουθούσε να τρέχει επάνω του δεν ήταν από τις πληγές του Σάμι, αλλά από τα δικά του τα δάχτυλα.
Αμέσως μετά τον πήρε στον ώμο του, τον μετέφερε μέχρι το αυτοκίνητο κι αφού τον άφησε στο κάθισμα του συνοδηγού του πέρασε τη ζώνη ασφαλείας. "Θα χρειαστεί να οδηγήσουμε γρήγορα. Η Γάζα έχει γίνει επικίνδυνη με αυτά τα αεροπλάνα στον αέρα" του είπε. Μπήκε κι αυτός στο αυτοκίνητο έβαλε μπρος και πήρε το δρόμο για την παραλία κι από εκεί για την πόλη της Γάζας.
Σε όλη τη διαδρομή δεν σταμάτησε να του μιλά ούτε για μια στιγμή. Του μίλησε για τις δυσκολίες της δουλειάς τις μέρες τούτες, για το παρελθόν και της μέρες της ειρήνης και, τις πληροφορίες για τα χειρότερα, που οι προβλέψεις τα ήθελαν να έρχονται το προσεχές διάστημα.
Τα αεροπλάνα είχαν κάνει και πάλι την εμφάνισή τους στον ουρανό της Γάζας. Ο Χάτεμ τράβηξε το αυτοκίνητο στην άκρη του δρόμου. Σταμάτησε δίπλα στη θάλασσα, άναψε ένα τσιγάρο και συνέχισε να μονολογεί απευθυνόμενος στο Σάμι.
Το κεφάλι του Σάμι είχε γείρει στα δεξιά σταματώντας στο παράθυρο της πόρτας του αυτοκινήτου.
Ο Χάτεμ χάζευε τα μανιτάρια από τις εκρήξεις. Έβριζε το Ισραήλ, τη Χαμάς και έκλεισε το κεφάλαιο με τις κατάρες του πολέμου λέγοντάς του ότι με το που τελειώσει αυτός ο πόλεμος θα κανονίσει τη φυγή τους από τη Γάζα. "Έχω φίλους και γνωστούς που θα μας κανονίσουν μια Visa για όποια χώρα θέλουμε σου λεω".
Οι βόμβες εξακολουθούσαν να πέφτουν. Έβαλε μπρος για μια ακόμη φορά τη μηχανή. Οδήγησε μέσα από τους καπνούς κι έφτασε μέχρι το γραφείο αδιαφορώντας για το χαμό που απλωνόταν τριγύρω.
Πάρκαρε το αυτοκίνητο, ανέβηκε στο γραφείο και ζήτησε από τον ʼντελ να τον βοηθήσει να ανεβάσουν το Σάμι. "Έχει χτυπήσει, διψάει και θέλει να πιει ένα καφέ" του είπε. Ο ʼντελ έσπευσε σε βοήθεια κατέβηκαν για μια ακόμη φορά τα σκαλιά των δώδεκα ορόφων κι όταν πλέον έφτασαν μπροστά στην πόρτα του αυτοκινήτου τράβηξε το πόμολο κι αντίκρισε το άψυχο κορμί του Σάμι.
"Είναι καλά. Απλά χρειάζεται ένα καφέ και λίγο να ξεκουραστεί" επανέλαβε ο Χάτεμ.


Μισή ώρα αργότερα, ένα ασθενοφόρο παραλάμβανε την άψυχη σωρό του Σάμι. Έξι ώρες αργότερα ο Χάτεμ έπιασε και πάλι δουλειά και μέχρι σήμερα δεν έχει σταματήσει παρά μόνο έξι ώρες. Όταν δεν δουλεύει κλείνεται στον εαυτό του χαζεύοντας από το παράθυρο του γραφείου το απέραντο γαλάζιο της θάλασσας της Γάζας που προβάλει πίσω από τους μαύρους καπνούς των σπιτιών που καίγονται.

Από τα σύνορα του Ισραήλ μέχρι τη θάλασσα της Γάζας η απόσταση είναι μόλις δέκα χιλιόμετρα. Σε αυτά τα δέκα χιλιόμετρα οι αποστάσεις είναι μικρές και τα ταξίδια μεταξύ πραγματικότητας και υπερβολής είναι συχνά όταν, κάποιος..... ταξιδεύει στον αέρα σε ζωντανή μετάδοση από την πλευρά των συνόρων του Ισραήλ. Για όσους ταξιδεύουν στην άλλη πλευρά των συνόρων οι διαδρομές μεταξύ πραγματικότητας και τρέλας είναι δύσκολο να αποφευχθούν. Ακόμα κι αν στις διαδρομές αυτές, ταξιδεύουν οι καλύτεροι επαγγελματίες του είδους. Οι συνάδελφοι της Γάζας.

12/01/2009 Σύνορα Γάζας - Ισραήλ

Δεν υπάρχουν σχόλια: